- ασυγυρισιά
- ηη ακαταστασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστρωσιά — η (Α ἀστρωσία) [άστρωτος] η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής νεοελλ. η ακαταστασία, η ασυγυρισιά … Dictionary of Greek
ασυγύριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγυρισμένος, ατακτοποίητος, απεριποίητος: Είσαι πια κοπέλα και δεν μπορείς να γυρίζεις ασυγύριστη. Ουσ. ασυγυρισιά, η ακαταστασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)